Την μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 σε συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους, και την υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, έθεσε ως προϋποθέσεις ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρα προκειμένου ν΄αυξηθούν οι επενδύσεις και η ανάπτυξη. Για φέτος επανέλαβε την πρόβλεψη που είχε διατυπώσει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για υποχώρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,9% του ΑΕΠ έναντι 3,5% που είναι ο στόχος.
Παράλληλα υπογράμμισε την ανάγκη για ταχύτερη προώθηση και όχι αναστολή και κατάργηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Ο ίδιος υποστήριξε ότι οι τελευταίες εξελίξεις στην αγορά ομολόγων είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, με σημαντική μείωση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Όπως είπε, εφόσον συνεχιστούν (κάτι το οποίο απαιτεί την άσκηση μίας συνεπούς οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη δημοσιονομική υπευθυνότητα σε συνδυασμό με την τήρηση όλων των προϋποθέσεων που προαναφέρθηκαν για την εδραίωση ενός εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου) το επιχείρημα αυτό ενισχύεται.
Μιλώντας σε συνέδριο για τις άμεσες ξένες επενδύσεις (2nd InvestGR Forum 2019: Foreign Investments in Greece) επεσήμανε ότι η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο σε σχέση με το ισχύον 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, εφόσον συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, δεν συνεπάγεται υψηλότερο δημόσιο χρέος αλλά πιθανότατα χαμηλότερο: διότι, όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 180%, τότε 1% υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης (ο οποίος μπορεί να προκύψει εάν η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα επιτευχθεί με μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις) ή/και 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος δανεισμού (που έχει ήδη προκύψει σε σχέση με το σενάριο βάσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ότι μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα.
Προϋπόθεση για την αύξηση των επενδύσεων αποτελεί ακόμη η μείωση των κόκκινων δανείων. Όπως ανέφερε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανήλθαν σε 80 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου του 2019, μειωμένα κατά 27,2 δισ. ευρώ από το ανώτατο επίπεδό τους το Μάρτιο του 2016. Ωστόσο, ο λόγος μη εξυπηρετούμενων δανείων παρέμεινε υψηλός, στο 45,2% το Μάρτιο του 2019.
Ο κ. Στουρνάρας διαπίστωσε ότι οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αποθέματος κεφαλαίου της οικονομίας, ενώ και το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις. Όπως εξήγησε οι επενδύσεις το 2019 θα έπρεπε να αυξηθούν κατά 41,6% έναντι 10,1% που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εαρινές προβλέψεις του 2019. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (σε τρέχουσες τιμές) μειώθηκε από 26% του ΑΕΠ το 2007 σε 11,1% του ΑΕΠ το 2018. Το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης αυτής (10,1 από τις 14,9 ποσοστιαίες μονάδες) οφείλεται σε συρρίκνωση των επενδύσεων σε κατοικίες, η οποίες από 10,8% του ΑΕΠ το 2007 διαμορφώθηκαν σε 0,7% του ΑΕΠ το 2018.
Όπως ανέφερε ο ίδιος οι εκτιμήσεις του ΣΕΒ ανεβάζουν το επενδυτικό κενό στα 100 δισ. ευρώ. Ωστόσο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος, το επενδυτικό κενό είναι ελαφρώς χαμηλότερο και συνεπώς μπορεί να καλυφθεί ταχύτερα.