Τις έντονες αντιδράσεις συνδικαλιστικών φορέων έχει προκαλέσει η ρύθμιση του περιλαμβάνεται στο πολυνομοσχέδιο και αφορά τον τρόπο κήρυξης απεργίας.
Με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ειδική απαρτία κατά τις γενικές συνελεύσεις πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, προκειμένου να λάβει χώρα η συζήτηση και να ληφθεί απόφαση για την κήρυξη απεργίας. Συγκεκριμένα, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (½) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΙΥΕ) Παναγιώτης Κυριακούλιας δήλωσε στο ΑΜΠΕ πως με τη διάταξη «αρχίζει να ξηλώνεται το πουλόβερ της διαδικασίας κήρυξης των απεργιών» και εκτίμησε ότι θα ακολουθήσουν και άλλες διατάξεις οι οποίες θα θέσουν υψηλά ποσοστά συμμετοχής σε σωματεία ή σε Ομοσπονδίες, για να λάβουν απόφαση για απεργία.
«Είναι το πρώτο βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση. Γι’ αυτό, τα συνδικάτα αντιδρούν, γιατί, παρόλο που η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι δεν θα ξαναπαρέμβει στο ν. 1264/1982 και στο απεργιακό δίκαιο, αυτό είναι το πρώτο βήμα, για να αρχίσει να ξηλώνεται αυτό το δικαίωμα», τόνισε.
Ο πρόεδρος του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Αθήνας Γιώργος Μυλωνάς ανέφρε ότι αυτή είναι η πρώτη μεγάλη παρέμβαση στο συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982, που τόσα χρόνια προστατεύει τους εργαζόμενους και είναι το εργαλείο για τα συνδικάτα και τους εργαζόμενους της χώρας. «Με αυτήν τη διάταξη, ξεκινά το ξήλωμα αυτού του νόμου και γίνεται παρέμβαση στην απεργία, η οποία είναι ένα μεγάλο δικαίωμα κατακτήσεων χρόνων, που δόθηκαν με αίμα και αγώνες. Ξεκινάει η πρώτη προσπάθεια ξηλώματος αυτού του μεγάλου και ιερού δικαιώματος», σημείωσε.
Πάντως, ξεκαθάρισε ότι θα γίνει συστηματική προσπάθεια, με κάθε δύναμη και με κάθε τρόπο, όχι μόνο τώρα, αλλά και στο μέλλον, για να σταματήσει αυτή η προσπάθεια παρέμβασης. «Ο αγώνας θα είναι διαρκής. Τώρα, είναι μόνο το ξεκίνημα. Δεν θεωρούμε ότι σταματάει ή τελειώνει τώρα κάτι. Θέλουμε να παρέχουμε τη δυνατότητα στο εργατικό κίνημα να δώσει μία μεγάλη απάντηση, όλους τους επόμενους μήνες, όχι μόνο για το συνδικαλιστικό νόμο και την απεργία, αλλά, κυρίως, για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που πρέπει να επανέλθουν, όπως ήταν, πριν από τις μνημονιακές δεσμεύσεις», υπογράμμισε.
Τέλος, ο γραμματέας Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ Δημήτρης Καραγεωργόπουλος ανέφερε ότι η κυβέρνηση είναι απόλυτα συνεπής ως προς τις δεσμεύσεις της απέναντι στο τρίτο μνημόνιο και τις επικαιροποιήσεις του, καθώς περιορίζεται το δικαίωμα της απεργίας στα πρωτοβάθμια επιχειρησιακά σωματεία.
Όπως είπε, τόσο επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν μπορεί να σταθεί στη λογική και την πραγματικότητα. «Διαγκωνίζονται κυβέρνηση και αντιπολίτευση για το ποια θα φέρει τη χειρότερη διάταξη. Προάγεται, λοιπόν, ένα νέο μοντέλο επιχείρησης με δυσμενείς όρους εργασίας και χωρίς απεργιακές αντιδράσεις» σχολίασε, αναφέροντας ότι πρόκειται για μία νομοθετική παρέμβαση η οποία συμβάλλει όχι μόνο στην έμπρακτη υπονόμευση ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος, αλλά καταδεικνύει, ταυτόχρονα, την πολιτική δυσπιστία στη δημοκρατική αρχή που διέπει τη λειτουργία των συνδικάτων.
«Και να δούμε τι σημαίνει η υπόσχεση της κυβέρνησης ότι θα επανέλθει η συλλογική προστασία των εργαζομένων, μετά τον Αύγουστο του 2018», συνέχισε ο κ. Καραγεωργόπουλος, τονίζοντας ότι, ακόμα και να επανέλθει η συλλογική προστασία των εργαζομένων, μετά τον Αύγουστο του 2018, αυτή θα επανέλθει σε καμένη γη, για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την προσέλκυση των επενδύσεων. «Που σημαίνει φθηνοί εργαζόμενοι, χωρίς ωράριο εργασίας, με αποδυναμωμένη τη συλλογική τους προστασία και με αποδυναμωμένο το βασικό μέσο που είχαν, μέχρι πρότινος, δηλαδή, την απεργία. Μας κατάργησαν το 2012 το θεσμό των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, τώρα αφαιρούν και το τελευταίο εργαλείο που έχουν τα συνδικάτα στα χέρια τους, προκειμένου να αντιδρούν απέναντι σε δυσμενή μέτρα», κατέληξε.