Ο κόσμος οδεύει προς αύξηση κατά 3 βαθμούς Κελσίου της θερμοκρασίας του πλανήτη – σε πρωτοφανή εδώ και 4 εκατομμύρια χρόνια επίπεδα- αλλά τα σχέδια των περισσότερων κυβερνήσεων για να βοηθήσουν τους πληθυσμούς να προσαρμοστούν στις επερχόμενες μεταβολές καταρτίζονται με βάση προβλέψεις για πολύ μικρότερη θερμοκρασιακή αύξηση, προειδοποιούν οι ειδικοί.
Βάσει της Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, οι κυβερνήσεις έχουν δεσμευθεί για τη διατήρηση της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από το όριο των +2 βαθμών Κελσίου σε σχέση με το προβιομηχανικό επίπεδο.
Και έχουν καταρτίσει ανάλογα σχέδια για να βοηθήσουν τις πόλεις , την γεωργία και τις οικονομίες να αντιμετωπίσουν την αύξηση των πλημμυρών, τα φαινόμενα ξηρασίας, τις καταιγίδες και την άνοδο της στάθμης των θαλασσών.
Ομως, «δεν είμαστε ασφαλείς», διότι κινούμαστε προς την άνοδο κατά 3 βαθμούς και οι κυβερνήσεις μας δεν είναι έτοιμες», προειδοποιεί ο Χαρζίτ Σινγκ, συντονιστής της ActionAid International στις συνομιλίες του ΟΗΕ για το Κλίμα που βρίσκονται σε εξέλιξη αυτήν την εβδομάδα στη Βόννη.
«Δεν έχουμε καν μία διαδικασία βάσει της οποίας να μπορούμε να εκτιμήσουμε εάν είμαστε ασφαλείς ή όχι», λέει «και κινούμαστε προς έναν πολύ επικίνδυνο κόσμο όπου η κατάσταση θα γίνεται όλο και περισσότερο τρομακτική και πολύπλοκη».
Μία άνοδος της θερμοκρασίας κατά 3 βαθμούς Κελσίου μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα εκτεταμένη άνοδο της στάθμης της θάλασσας, ακόμη πιο έντονες και συχνές φυσικές καταστροφές και «δραματικές αλλαγές» στη διαθεσιμότητα υδάτινων πόρων, πράγμα που θα πλήξει την παραγωγή ειδών διατροφής, προβλέπει ο Γιόχαν Ρόκστρομ, διευθυντής του Stochholm Resilience Centre.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας κατά περισσότερο από 2 βαθμούς Κελσίου μπορεί να προκαλέσει αναπότρεπτη τήξη των στρωμάτων πάγου στον γήινο φλοιό, προκαλώντας επιπλέον μεταβολές – όπως η απελευθέρωση μεθανίου παγωμένου στο έδαφος – πράγμα που μπορεί να συμβάλει σε περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, προειδοποιεί ο Ρόκστρομ.
Δεδομένης της αβεβαιότητας για τα επίπεδα της αλλαγής που έχουμε μπροστά μας, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί εάν πληρούνται οι στόχοι «προσαρμογής», ενώ δεν υπάρχει σύστημα αξιολόγησης αυτής της προόδου, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ για το Περιβάλλον.
«Στο Παρίσι, οι χώρες συμφώνησαν να υιοθετήσουν έναν παγκόσμιο στόχο προσαρμογής. Εάν είναι αυτός ο στόχος να αποκτήσει σημασία, πρέπει να μάθουμε εάν προοδεύουμε στην επίτευξή του», δηλώνει ο Ερικ Σολχάιμ, επικεφαλής του ΟΗΕ Περιβάλλον στην Thomson Reuters Foundation.
Η έκθεση έχει ως στόχο να βοηθήσει τις χώρες στην αξιολόγηση της προόδου τους, αναγνωρίζοντας ότι η σημασία της απάντησης θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια», επισημαίνεται στην έκθεση.
Το κόστος της προσαρμογής στις αναπτυσσόμενες χώρες κινείται ανάμεσα στα 140 και τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως το 2030, αναφέρεται στην έκθεση της υπηρεσίας του ΟΗΕ ανάλογα με το αποτέλεσμα του περιορισμού των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Αλλά, αυτό το κόστος, μακροπρόθεσμα, «θα ωχριά σε σχέση με την αύξηση του κόστους των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής , το μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα βαρύνει αναπτυσσόμενες χώρες», σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ.
Ο Τζον Φερθ, επικεφαλής της ιδιωτικής εταιρείας συμβούλων Acclimatise, δήλωσε ότι μία προσπάθεια από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου να αξιολογήσουν τα ρίσκα και τις ευκαιρίες που αντιμετωπίζουν στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής θα μπορούσε να εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους για τις αναπτυσσόμενες χώρες.
«Αυτό είναι καθοριστικό …Αν έχεις τις τράπεζες, οι εταιρείες παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αρχίζουν να καταλαβαίνουν ποια είναι τα ρίσκα τους και τότε κινητοποιείς τη χρηματοδότηση εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα», λέει.
Οι χώρες χρειάζονται καλύτερα εργαλεία για να αξιολογήσουν πώς θα προσαρμοσθούν στην κλιματική αλλαγή, δηλώνει η Ινγκριντ-Γκαμπριέλα Χόβεν, γενική διευθύντρια υπεύθυνη διεθνών θεμάτων του ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης της Γερμανίας.
«Οι χώρες πρέπει να λάβουν τις σωστές αποφάσεις για την ενέργεια, τις υποδομές και τη γεωργία που να είναι περισσότερο συμβατές με την κλιματική αλλαγή», λέει.
Για τις αναπτυσσόμενες χώρες, ορισμένα κρίσιμα μέσα για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή περιλαμβάνουν την εισαγωγή συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης, την κατασκευή φραγμάτων για την προστασία των καλλιεργειών από τις ισχυρές βροχοπτώσεις, την ενίσχυση της δομής των κατοικιών για να αντέξουν τους ισχυρούς ανέμους και την συνδρομή προς τις κοινότητες για να αλλάξουν τις εισοδηματικές τους πηγές, λέει ο Σινγκ, της ActionAid International.
Η περίπτωση του Μπανγκλαντές
Ως μία από τις περισσότερο ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή χώρες, το Μπανγκλαντές άρχισε νωρίς την προσφορά βοήθειας προς τους πολίτες του για να προσαρμοσθούν στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας και την αύξηση των πλημμυρών και των καταιγίδων.
Περίπου επτά χρόνια πριν, η κυβέρνηση συγκρότησε ένα κλιματικό ταμείο το οποίο χρηματοδοτείται με το ποσόν των 100 εκατομμυρίων ετησίως. Μόνο τα δύο τρίτα αυτού του ποσού δαπανώνται κάθε χρόνο, και το υπόλοιπο προορίζεται για έκτακτες καταστάσεις, σύμφωνα με τον Σαλιμούλ Χακ, διευθυντή του International Centre for Climate Change and Development της Ντάκα.
«Οι πληγέντες δεν μπορούν να περιμένουν κάποιον άλλο να πληρώσει. Πρέπει να βοηθήσουν τους εαυτούς τους. Το Μπανγκλαντές έχει μάθει πολλά για τους τρόπους προσαρμογής», λέει ο Χακ.
Τουλάχιστον 5 εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν κατά μήκος της ακτογραμμής του Μπανγκλαντές αντιμετωπίζουν ήδη την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, καλλιέργειες καταστρέφονται από το θαλασσινό νερό που μπαίνει στα χωράφια και στον υδροφόρο ορίζοντα. Πολλοί αναγκάζονται να καταναλώνουν νερό με όλο και μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε αλάτι.
Η κυβέρνηση βοηθά τις αλιευτικές και γεωργικές κοινότητες να αντιμετωπίσουν ορισμένα από τα προβλήματα, αλλά μακροπρόθεσμα δεν θα είναι πλέον σε θέση να παραμείνουν στον τόπο τους, προειδοποιεί ο Χακ.
Η κυβέρνηση ήδη καταρτίζει σχέδια για την περίπτωση αυτή, εκπαιδεύοντας τα παιδιά για να έχουν την επιλογή εξεύρεσης εργασίας στα αστικά κέντρα και καθιστώντας τις πόλεις πιο φιλικές για τους εσωτερικούς μετανάστες.