Ο Μανουέλ Νοριέγκα, που πέθανε το βράδυ της Δευτέρας προς Τρίτη, έζησε πολλές ζωές: πράκτορας της CIA, ισχυρός άνδρας του Παναμά από το 1983 ως το 1989, αυτός ο στρατηγός στη συνέχεια έπεσε σε δυσμένεια και ανατράπηκε από τις ΗΠΑ, ενώ αργότερα καταδικάστηκε για διακίνηση ναρκωτικών.
Η κόρη του Σάντρα είχε δηλώσει κάποτε ότι η βιογραφία του πατέρα της, που πέθανε σε ηλικία 83 ετών, «δεν θα χώραγε σε ένα βιβλίο».
Θεωρούμενος ένας στρατιωτικός χωρίς αρχές, ο Μανουέλ Αντόνιο Νοριέγκα επιδίωξε να αποκτήσει σχέσεις με τον Κολομβιανό βαρόνο των ναρκωτικών Πάμπλο Εσκόμπαρ, τον πατέρα της κουβανικής επανάστασης Φιντέλ Κάστρο, αλλά και με τις μυστικές υπηρεσίες πολλών χωρών.
«Το σημαντικότερο πράγμα που έκανε στη ζωή του ήταν ότι μετέτρεψε τον (στρατιωτικό) θεσμό σε όργανο, έναν μακάβριο συνδυασμό μεταξύ εγκλήματος και διακίνησης ναρκωτικών», δήλωσε ο στρατηγός Ρουμπέν Ντάριο Παρέδες ένας από τους πρώην διοικητές του.
Γεννημένος στις 11 Φεβρουαρίου 1934 στον Παναμά από μια φτωχή οικογένεια από την Κολομβία ο Νοριέγκα -μικρόσωμος και παχουλός με το πρόσωπό του γεμάτο από σημάδια εξαιτίας της ακμής, κάτι που του χάρισε το παρωνύμιο «πρόσωπο ανανά»- ήθελε να γίνει ψυχίατρος. Όμως εντάχθηκε στον στρατό.
Συμμετείχε στις 11 Οκτωβρίου 1968 στο πραξικόπημα ενάντια στον Αρνούλφο Αρίας, ξεκίνησε την άνοδό του υπερασπιζόμενος τον νέο «ισχυρό άνδρα» και επικεφαλής του στρατού, τον στρατηγό Ομάρ Τορίχος, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα τον διόρισε επικεφαλής των διαβόητων υπηρεσιών Πληροφοριών G-2.
Εκείνη την εποχή μάλλον τον στρατολόγησε η CIA, που είχε ισχυρή παρουσία στον Παναμά προκειμένου να εποπτεύει τη Διώρυγα.
Μετά τον θάνατο του Τορίχος σε ένα μυστηριώδες αεροπορικό δυστύχημα το 1981, ο Νοριέγκα, τον οποίο κατηγόρησαν για αυτό, έγινε ο ισχυρός άνδρας του Παναμά.
Το 1983, αφού προήχθη σε συνταγματάρχης, διοικεί την Εθνοφρουρά και ουσιαστικά κυβερνά τη χώρα, μια άνοδος που αποδείχθηκε μη αναστρέψιμη: ως το 1989 βρέθηκε δίπλα σε έξι προέδρους της Δημοκρατίας, πολύ λιγότερο ισχυρούς από εκείνον.
Εκείνη την περίοδο ο Νοριέγκα ζούσε με τη σύζυγό του Φελισιδάδ και τα τρία τους παιδιά σε μια πολυτελή κατοικία, η οποία διέθετε και έναν μίνι ζωολογικό κήπο, ένα ιδιωτικό καζίνο και πίστα χορού.
Οι αντίπαλοί του κατήγγειλαν ότι επρόκειτο για έναν «ψυχρό δικτάτορα» και έναν «ψυχοπαθή», ο Νοριέγκα ασκούσε σκληρή καταστολή στο εσωτερικό του Παναμά, ενώ παράλληλα έστελνε πολλά χρήματα στο εξωτερικό.
Ο Ιούνιος του 1987 αποτέλεσε μια καμπή: τεράστιες διαδηλώσεις κατά της διαφθοράς και υπέρ της δημοκρατίας πραγματοποιούνται σε όλη τη χώρα. Στις 30 Ιουνίου η αμερικανική κυβέρνηση τον εγκατέλειψε.
«Ο Νοριέγκα άφησε μια τεράστια σκιά» στον Παναμά, παρατήρησε ο Ρομπέρτο Ντίας Χερέρα, πρώην επικεφαλής του στρατού της χώρας. «Είναι δύσκολο κάποιος να πει κάτι καλό για εκείνον. Ήταν βασανιστής πολλών ανθρώπων, όμως ήταν και θύμα της CIA», εκτίμησε.
Τον Φεβρουάριο του 1988 κατηγορήθηκε για διακίνηση ναρκωτικών από τις ΗΠΑ. Όμως ο Νοριέγκα, υιοθετώντας μια τριτοκοσμική και αντιαμερικανική ρητορική παραμένει στην εξουσία και αψηφά την Ουάσινγκτον, η οποία επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στον Παναμά.
Ο Νοριέγκα ακυρώνει στις 10 Μαΐου 1989 την εκλογή στην προεδρία του Γκιγέρμο Εντάρα. Την επομένη ο αμερικανικός στρατός ξεκινά ναυτικές ασκήσεις, προτού εισβάλει στη χώρα στις 20 Δεκεμβρίου. Ο Νοριέγκα κρύβεται για δύο εβδομάδες και στη συνέχεια παραδίδεται.
Οδηγείται στο Μαϊάμι, όπου καταδικάζεται σε 40 χρόνια κάθειρξη, ενώ απελευθερώνεται έπειτα από 21 χρόνια χάρη στην καλή του διαγωγή, προτού εκδοθεί το 2010 στη Γαλλία – μια χώρα που τον έκανε δεκτό στο Τάγμα της Λεγεώνας της Τιμής το 1987–, όπου καταδικάστηκε σε επτά χρόνια κάθειρξη για ξέπλυμα χρήματος που απέκτησε από τη διακίνηση ναρκωτικών.
Το 2011 εκδόθηκε από το Παρίσι στον Παναμά για να εκτίσει τρεις 20ετείς ποινές για τον ρόλο του στην εξαφάνιση αντιφρονούντων, κάτι που πάντα αρνούνταν.
«Μα τω Θεώ, δεν έχω καμία σχέση με τον θάνατο κανενός. Υπάρχει μια συνεχής συνωμοσία εναντίον μου, όμως την αντιμετωπίζω χωρίς δειλία», είχε πει πριν λίγο καιρό ο Νοριέγκα, τα αιτήματά του για τροποποίηση της ποινής του σε κατ’ οίκον περιορισμό εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε απέρριπταν οι αρχές.