Η ορχήστρα που ο Ρίχαρντ Βάγκνερ θεωρούσε την «πιο θαυμαστή της υφηλίου» και την οποία, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, εκατοντάδες εκατομμύρια τηλεθεατές στον κόσμο απολαμβάνουν στην παραδοσιακή Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία της Βιέννης, από το Μέγαρο των Φίλων της Μουσικής που είχε δωρίσει ο Έλληνας μαικήνας των τεχνών Νικόλαος Δούμπας, αυτή η “Φιλαρμονική της Βιέννης”, συμπλήρωσε χθες 175 χρόνια ζωής.
Τα πρώτα δειλά βήματα για την άνευ προηγουμένου “σταδιοδρομία” αυτής της μοναδικής στον κόσμο ορχήστρας, γινόταν το Δεκέμβριο του 1841, όταν γεννιόταν η ιδέα της χρησιμοποίησης της ορχήστρας της τότε Αυτοκρατορικής-Βασιλικής (καισαροβασιλικής) Όπερας της Βιέννης και έξω από το θέατρο, σε κανονική συναυλία.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 28 Μαρτίου 1842, με πρωτοβουλία του μαέστρου Ότο Νικολάι, δινόταν στη μεγάλη αίθουσα τελετών Ρεντούτενζααλ των χειμερινών ανακτόρων του Χόφμπουργκ, η πρώτη συναυλία, που σήμανε και την ώρα γέννησης της “Φιλαρμονικής της Βιέννης”.
Στα επόμενα χρόνια θεσμοθετούνταν οι λεγόμενες “Φιλαρμονικές συναυλίες” που σημάδευαν την καλλιτεχνική ζωή της “πρωτεύουσας της μουσικής”, της Βιέννης, και οι οποίες μέχρι το 1933 διευθύνονταν για κάθε σεζόν και από έναν διαφορετικό μαέστρο, όπως οι Οτο Ντεσόφ, Χανς Ρίχτερ, Βίλχελμ Γιαν ή Γκούσταβ Μάλερ, με τον οποίο η Φιλαρμονική της Βιέννης έκανε και την πρώτη εμφάνισή της στο εξωτερικό, το 1880 στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι.
Για τη Φιλαρμονική της Βιέννης σημαδιακή υπήρξε η συνεργασία της με τον Ρίχαρντ Στράους που διεύθυνε ανάμεσα στο 1906 και στο 1944 εκατοντάδες παραστάσεις όπερας και συναυλίες μαζί της, ενώ σταθμοί στην ιστορία της υπήρξαν και οι συνεργασίες της με τους αρχιμουσικούς Αρτούρο Τοσκανίνι και Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ σε πάνω από 500 εμφανίσεις μαζί της στο διάστημα 1927 με 1954.
Η εισβολή των χιτλερικών στρατευμάτων στην Αυστρία το Μάρτιο του 1938, σήμανε σχεδόν το τέλος της Φιλαρμονικής της Βιέννης, αφού οι ναζιστές απέλυσαν όλα τα εβραϊκής καταγωγής μέλη της, στέλνοντας τα περισσότερα από αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκμεταλλευόμενοι ωστόσο, από την άλλη πλευρά, την υπόλοιπη ορχήστρα για τους προπαγανδιστικούς σκοπούς τους.
Πριν μερικά χρόνια η ορχήστρα αποφάσισε να ρίξει φως στη σκοτεινή περίοδο 1938-1945, αναθέτοντας τη σχετική έρευνα σε τρεις ιστορικούς που κατέθεσαν τα πορίσματά τους τον Μάρτιο του 2013, τα οποία δημοσιεύτηκαν και αναρτήθηκαν μάλιστα στην ιστοσελίδα της ορχήστρας. Με τον τρόπο αυτό η Φιλαρμονική της Βιέννης έδινε ένα τέλος στις κατηγορίες πως εξακολουθούσαν να σκεπάζουν το παρελθόν της κατά τη ναζιστική περίοδο.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Φιλαρμονική μπόρεσε να ξαναβρεί την αίγλη της φέρνοντας στη Βιέννη διάσημους μαέστρους όπως τον Έλληνα Δημήτρη Μητρόπουλο, αλλά και τους Κλέμενς Κράους, Κάρλο Μαρία Τζουλίνι, Καρλ Σούριχτ, Μπρούνο Βάλτερ και κατόπιν τους σύγχρονους Ζουμπίν Μέτα, Λόριν Μάαζελ, Σέρζι Οζάβα, Αντρέ Πρεβέν, Κλαούντιο Αμπάντο ή Ρικάρντο Μούτι.
Οι συνεργασίες της ορχήστρας με τους τρεις μεγαλύτερους μεταπολεμικούς αρχιμουσικούς, τον ελληνικής καταγωγής Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, τον Λέοναρντ Μπέρνσταιν και τον Καρλ Μπεμ, αποτελούν ξεχωριστά κεφάλαια στην ιστορία της.
Από την ίδρυση της και μέχρι σήμερα, η Φιλαρμονική της Βιέννης διατηρεί το καθεστώς ενός αυτοδιαχειριζόμενου, ανεξάρτητου σωματείου με δύο συγχρόνως έδρες, την Κρατική Όπερα Βιέννης και την Εταιρεία Φίλων Μουσικής Βιέννης.
Τα εδώ και 50 χρόνια – μετά την αύξησή τους από τον Κάραγιαν κατά 30 – πάντα 149 μόνιμα μέλη της, οι “Φιλαρμονικοί”, είναι μόνιμοι υπάλληλοι της Κρατικής Όπερας, καθένας τους εμφανίζεται κατά μέσο όρο 150 βραδιές το χρόνο στην ορχήστρα της όπερας με εναλλαγές, ενώ σε 60 ανέρχονται οι πρόβες για αυτές τις εμφανίσεις.
Κατά μέσο όρο, και εκτός από τις βραδιές με παραστάσεις όπερας, υπάρχουν για τη “Φιλαρμονική” 100 συναυλίες το χρόνο, πολλές από τις οποίες δίνονται στο εξωτερικό όπου αυτή είναι πάντα περιζήτητη και μετακινείται συνήθως ανάμεσα σε Νέα Υόρκη, Παρίσι, Λονδίνο, Άμστερνταμ, Τόκιο ή Βατικανό.
Επιπλέον, την εποχή που άλλοι εργαζόμενοι κάνουν τις καλοκαιρινές διακοπές τους, σε 30 με 35 ανέρχονται οι βραδιές όπερας που δίνει η Φιλαρμονική της Βιέννης κάθε χρόνο στο πλαίσιο των φημισμένων Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ τον Ιούλιο και Αύγουστο.
Με προπωλημένα τα εισιτήρια κάθε παράστασής της εβδομάδες ή μήνες νωρίτερα, η βιεννέζικη ορχήστρα θεωρείται σήμερα η απόλυτη κυρίαρχος και στη διεθνή αγορά δίσκων κλασικής μουσικής, καθώς οι εγγραφές της που κυκλοφορούν σήμερα ξεπερνούν κατά πολύ τις 500, ενώ γενικά τα έσοδά της εμφανίζουν διψήφιο ποσοστό αύξησης τα τελευταία χρόνια, τη στιγμή που άλλες ανάλογες ορχήστρες, στο Μόναχο ή στο Βερολίνο, απειλούνται με κλείσιμο.
Ένα “ταμπού” που ίσχυε για τη Φιλαρμονική της Βιέννης επί περίπου 160 χρόνια, ο αποκλεισμός από αυτή των γυναικών μουσικών, έσπασε το 2001 με την επιτυχία της πρώτης γυναίκας μουσικού στον πρωτοφανούς δυσκολίας διαγωνισμό νέων μελών και έτσι σήμερα, αρκετά, αλλά πάντα λίγα, από τα 149 μέλη της ορχήστρας είναι πλέον γυναίκες. Τα 149 μέλη της ορχήστρας – που κρίνεται ως ιδιαίτερα υψηλός αριθμός μιας και οι ανάλογες Φιλαρμονικές στο Βερολίνο ή στο Κλίβελαντ αρκούνται με 120 μουσικούς – προέρχονται σήμερα από συνολικά 15 χώρες.
Στις ιδιαιτερότητες της Φιλαρμονικής της Βιέννης υπάγεται και το γεγονός πως εδώ και δεκαετίες δεν διαθέτει μόνιμο μαέστρο για μια σαιζόν αλλά προσκαλεί κάθε φορά και διαφορετικό, από τα μεγαλύτερα ονόματα στον κόσμο και έπειτα από δημοκρατική ψηφοφορία.
Τα έσοδα της ορχήστρας από δικαιώματα σε παλιές ηχογραφήσεις πρέπει να ξεπερνούν το χρόνο τα 20 εκατομμύρια ευρώ, το συνολικό ύψος των εσόδων της από την Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία, τουρνέ, εμφανίσεις στην Κρατική Οπερα Βιέννης, νέες εγγραφές δίσκων, δικαιώματα από τηλεοπτικές μεταδόσεις κ.α., πρέπει να φθάνει και πάνω από 30 εκατομμύρια ευρώ.
Για παράδειγμα, κάθε ψηφιακός δίσκος της Πρωτοχρονιάτικης Συναυλίας της Φιλαρμονικής της Βιέννης πωλείται σε περίπου 200.000 αντίτυπα, με την Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία που είχε διευθύνει το 2003 ο Σέρζι Οζάβα, να έχει καταρρίψει το απόλυτο ρεκόρ στην ιστορία, πουλώντας 800.000 αντίτυπα.
Η Φιλαρμονική της Βιέννης αποτελεί σήμερα ένα είδος υπερδύναμης στο χώρο της κλασικής μουσικής, ενώ συχνά τίθεται το ερώτημα αν ισχύει και σήμερα ο χαρακτηρισμός του Ρίχαρντ Βάγκνερ ότι πρόκειται για την “πιο θαυμαστή ορχήστρα στον κόσμο”.
Επίσημοι στην Αυστρία, θέλοντας να εμφανιστούν μετριόφρονες, παραπέμπουν στο αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η βιεννέζικη ορχήστρα θεωρείται, μαζί με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, τη Συμφωνική της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας και εκείνη του Άμστερνταμ, μια από τις πέντε καλύτερες του κόσμου, και εξακολουθεί να είναι, 175 χρόνια από τη γέννησή της, το “πολιτιστικό διαμάντι” της πρωτεύουσας της μουσικής, ένας μύθος γεννημένος από τους μαθητές του Μπετόβεν.