Με εξαίρεση τις δαπάνες για ενοίκια, τέλη κυκλοφορίας, αγορά οχημάτων, καθώς και τις υπόλοιπες μη καταναλωτικές δαπάνες, όπως π.χ. δάνεια, φόροι, αγορά κατοικίας κ.ά. όλα τα υπόλοιπα έξοδα από λογαριασμούς ΔΕΚΟ, κινητή και σταθερή τηλεφωνία, internet, αγορές καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσίες λαμβάνονται υπ’ όψιν για το «χτίσιμο» του αφορολόγητου ορίου με πλαστικό χρήμα, προκειμένου μισθωτοί και συνταξιούχοι, αλλά και οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες να τύχουν της έκπτωσης φόρου από 1.900 έως και 2.100 ευρώ, η οποία αντιστοιχεί σε αφορολόγητο όριο κλιμακούμενο από 8.636 έως και 9.545 ευρώ.
Το σύνολο των δαπανών για τις οποίες απαιτείται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή και συλλογής αποδείξεων για φέτος καθορίστηκε με χθεσινή απόφαση (ΠΟΛ. 1005/25.1.2017) της υφυπουργού Οικονομικών Κ. Παπανάτσιου, με την οποία αποσαφηνίζονται και οι κατηγορίες των φορολογουμένων που εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής για την πραγματοποίηση των δαπανών τους, αλλά απαιτείται να προσκομίσουν αποδείξεις σύμφωνα με την προβλεπόμενη κλίμακα.
Προκειμένου να έχει κάποιος την έκπτωση φόρου 1.900 έως 2.100 ευρώ θα πρέπει να συγκεντρώσει αποδείξεις ανάλογα με το ύψος του εισοδήματός του. Το ποσοστό είναι 10% για κλιμάκιο εισοδήματος έως 10.000 ευρώ, 15% από 10.000,01 έως 30.000 ευρώ και 20% από 30.000,01 και άνω.
Αν οι φορολογούμενοι δεν συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό αποδείξεων με ηλεκτρονικά μέσα, θα πληρώνουν επιπλέον φόρο ίσο με τη διαφορά των απαιτούμενων αποδείξεων και των αποδείξεων που δεν συγκεντρώθηκαν με συντελεστή 22%. Στα ζευγάρια πρέπει και ο σύζυγος και η σύζυγος να κάνουν αγορές για να καλύψουν το ποσό που απαιτείται, εάν όμως ο ένας σύζυγος δαπανήσει το ποσό που πρέπει θα μπορεί να μεταφέρει το υπόλοιπο στο έτερο μέλος της οικογένειας. Αναλυτικότερα, το πλήρες κείμενο της ανωτέρω απόφασης έχει ως εξής:
Άρθρο 1
Για να διατηρηθεί η μείωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 4172/2013, ο φορολογούμενος απαιτείται να πραγματοποιήσει δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών στην ημεδαπή ή σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ΕΟΧ, οι οποίες να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, δηλαδή κάρτες και μέσα πληρωμής με κάρτες, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών Παροχών Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 3862/2010 (μεταφορά πίστωσης, εντολές άμεσης χρέωσης, πάγιες εντολές) και διενεργούνται μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), ηλεκτρονικού πορτοφολιού (e-wallet) κ.λπ., το ελάχιστο ποσό των οποίων προσδιορίζεται ως ποσοστό του φορολογητέου εισοδήματός του, σύμφωνα με την κλίμακα του πίνακα.
Άρθρο 2
Οι δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών λαμβάνονται υπόψη, εφόσον περιλαμβάνονται στις ακόλουθες ομάδες του δείκτη τιμών καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ:
Ομάδα 1 Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά.
Ομάδα 2 Αλκοολούχα ποτά και καπνός.
Ομάδα 3 Ένδυση και υπόδηση.
Ομάδα 4 Στέγαση, εξαιρουμένων των ενοικίων.
Ομάδα 5 Διαρκή αγαθά, είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες.
Ομάδα 7 Μεταφορές, εξαιρουμένης της δαπάνης για τέλη κυκλοφορίας και της αγοράς οχημάτων, πλην των ποδηλάτων.
Ομάδα 8 Επικοινωνίες.
Ομάδα 9 Αναψυχή, πολιτιστικές δραστηριότητες, εξαιρουμένης της αγοράς σκαφών, αεροπλάνων και αεροσκαφών.
Ομάδα 10 Εκπαίδευση.
Ομάδα 11 Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια.
Ομάδα 12 Άλλα αγαθά και υπηρεσίες.
Άρθρο 3
1. Εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν.4172/2013, οι φορολογούμενοι 70 ετών και άνω, άτομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση, οι φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του ΕΟΧ, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του ν. 4172/2013, που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα και φορολογούνται με την κλίμακα από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
2. Εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής και οι παρακάτω κατηγορίες φορολογουμένων:
α. Δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή, καθώς και φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας που διαβιούν ή εργάζονται στην αλλοδαπή, με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της παρούσας.
β. Ανήλικοι που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και φορολογούνται με την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων.
γ. Φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους.
δ. Οι φορολογούμενοι που δεν έχουν εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχουν εισόδημα μόνο από κεφάλαιο ή και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν.4172/2013.
ε. Οι φορολογούμενοι που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ, για τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματός τους, σύμφωνα με την περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν.4172/2013.
στ. Οι φορολογούμενοι που είναι δικαιούχοι Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ).
ζ. Οι υπηρετούντες την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία.
η. Οι φορολογούμενοι που είναι σε κατάσταση μακροχρόνιας νοσηλείας (πέραν των 6 μηνών).
3. Οι φορολογούμενοι των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου υποχρεούνται να προσκομίσουν αποδείξεις ίσης αξίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1 και 2 της παρούσας. Οι αποδείξεις φυλάσσονται για μελλοντικό έλεγχο.
Άρθρο 4
Εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής και προσκόμισης αποδείξεων για την πραγματοποίηση δαπανών οι υπάλληλοι του υπουργείου Εξωτερικών, οι στρατιωτικοί εφόσον υπηρετούν στην αλλοδαπή, οι υπηρετούντες στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και σε ψυχιατρικό κατάστημα και οι φυλακισμένοι.
Άρθρο 5
Το ποσό των δαπανών δηλώνεται ατομικά από κάθε σύζυγο ή από κάθε μέρος συμφώνου συμβίωσης. Σε περίπτωση που καλύπτεται το απαιτούμενο ποσό δαπανών από οποιονδήποτε εκ των δύο συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, το τυχόν πλεονάζον ποσό δύναται κατά την εκκαθάριση να μεταφερθεί στον άλλο σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του ελάχιστα απαιτούμενου ποσού δαπανών. Εάν δεν καλύπτεται το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό της κλίμακας του άρθρου 1 της παρούσας, τότε ο φόρος προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή 22%.