Για αλλαγή κατεύθυνσης της ελληνικής οικονομίας έκανε λόγο ο Γιώργος Σταθάκης, τονίζοντας ότι η νέα αυτή κατεύθυνση θα οδηγήσει σε εν δυνάμει ανάπτυξη, το 2017, της τάξης του 2,5%». Σε συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα Il Sole 24 Ore, ο υπουργός Οικονομίας σημείωσε, επίσης, ότι η ελληνική οικονομία σταθεροποιήθηκε και ότι πλέον χρειάζεται ευελιξία.
Σε ό,τι αφορά την πορεία των ιδιωτικοποιήσεων, ο κ. Σταθάκης υπογράμμισε ότι «προχωρούν όπως είχε προβλεφθεί με τους δανειστές στην τελευταία συμφωνία που υπεγράφη τον περασμένο Ιούλιο», ενώ πρόσθεσε ότι σε ότι αφορά την διάθεση στην ελεύθερη αγορά των ελληνικών σιδηροδρόμων «υπάρχει σημαντικό ιταλικό ενδιαφέρον».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις υποχρεώσεις προς τους δανειστές, ο Γιώργος Σταθάκης τόνισε ότι ολοκληρώθηκαν σημαντικές διαπραγματεύσεις μετά την συνολική συμφωνία του Ιουλίου του 2015 και ότι τώρα θα πρέπει να εφαρμοστούν όσα εγκρίθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο. «Η θετική έκβαση της πρώτης αξιολόγησης ήταν ιδιαίτερα σημαντική διότι αποτελούσε το 70% όλης της συμφωνημένης δέσμης. Θεωρώ ότι η δεύτερη αξιολόγηση που θα αρχίσει την ερχόμενη εβδομάδα και η οποία προβλέπει πολλά θέματα επί τάπητος θα επικεντρωθεί στην μεταρρύθμιση της αγοράς της εργασίας», σημείωσε.
Για το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, ο κ. Σταθάκης επεσήμανε ότι αποφασίσθηκε να χωριστεί, το θέμα, σε τρεις φάσεις: «η πρώτη, άμεση, είναι εκείνη στην οποία υπάρχουν πολύ χαμηλά επιτόκια για μια πρώτη σειρά υποχρεώσεων που αφορούν το 2020. Στην συνέχεια έχουμε τις οικονομικές υποχρεώσεις και τις λήξεις μεσοπρόθεσμης περιόδου, και το θέμα αυτό θα συζητηθεί μετά το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος. Τέλος, στην τρίτη σειρά υποχρεώσεων έχουμε μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις στις οποίες το ΔΝΤ ζητά να αρχίσει όσο πιο γρήγορα γίνεται η συζήτηση, και όχι το 2020. Σε ότι αφορά το σημείο αυτό το ΔΝΤ έχει επιφυλαχθεί σχετικά με το αν θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα».
Αναφορικά με την πολιτική λιτότητας ο υπουργός Οικονομίας ανέφερε ότι «η διέξοδος από την κρίση βρίσκεται σε μια μείξη φορολογικής, νομισματικής και αναπτυξιακής πολιτικής». Εκτίμησε, δε, ότι «μέχρι τώρα τα κύρια μέτρα για να δοθεί μια απάντηση στην κρίση βάρυναν την νομισματική πολιτική», η οποία «έστω και αν σημείωσε επιτυχία τώρα άγγιξε τα όριά της και, κατά συνέπεια, ήρθε η στιγμή να χρησιμοποιήσουμε και την φορολογική πολιτική, αυξάνοντας την ευελιξία του Συμφώνου Σταθερότητας και επιτρέποντας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την έγκριση πολιτικών ανάπτυξης, ιδίως για την Νότια Ευρώπη».