«Στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, στην ανάληψη δράσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών και στην αναθέρμανση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων πρέπει να στρέψουν αμέσως την προσοχή τους οι ελληνικές αρχές, μετά τη νομοθέτηση των απαιτούμενων δημοσιονομικών παρεμβάσεων και την αναμενόμενη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης στο Eurogroup της 24ης Μαΐου».
Τα παραπάνω τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ομιλία του στο Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, επισημαίνοντας ότι αυτές οι δράσεις θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην αξιολόγηση των προοπτικών της χώρας από τις διεθνείς αγορές και θα οδηγήσουν σε έναν ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την κρίση.
Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα και την προοπτική να επανέλθει σε ανοδική τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο και εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται.
Σε αυτό θα συμβάλει αποφασιστικά, σημείωσε, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος μετά τις ουσιαστικές δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα, η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί στο Eurogroup στις 24 Μαΐου.
Ο κεντρικός τραπεζίτης πρόσθεσε ότι το Eurogroup «θα πρέπει με τη σειρά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών και στη δική του δέσμευση, η οποία χρονολογείται από το Νοέμβριο του 2012, και έχει επαναληφθεί δύο φορές από τότε, για την υλοποίηση των δράσεων που θα καταστήσουν το δημόσιο χρέος βιώσιμο και τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα διαχειρίσιμες».
Σημείωσε μάλιστα ότι ήδη αυτό άρχισε να προεξοφλείται στις αγορές μέσω τις υποχώρησης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Αναφερόμενος στους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ο κ. Στουρνάρας επισημανε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξής θα υποβοηθηθεί από τη μείωση του τελικού δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.