Ολοκληρώθηκε η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη.
Το τετ α τετ των δύο ανδρών διήρκησε περίπου 45 λεπτά, ενώ ο Έλληνας Πρωθυπουργός ανταλλάσοντας χειραψία με τον Τούρκο Πρόεδρο του είπε «χαίρομαι που σας συναντώ με τη νέα μου ιδιότητα».
Στη συνάντηση μετέχουν ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, ο υφυπουργός Εξωτερικών Κώστας Φραγκογιάννης, η Πρέσβης Αλεξάνδρα Παπαδόπουλου (διπλωματική σύμβουλος) και ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ενώ τον κ. Ερντογάν συνοδεύουν ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και ο υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ.
Οι δύο ηγέτες δεν πραγματοποίησαν δηλώσεις μετά τη συνάντηση, ωστόσο, στην ατζέντα από ελληνικής πλευράς ήταν η τουρκική προκλητικότητα και το μεταναστευτικό.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές η Αθήνα προσήλθε στη συνάντηση με στόχο την επανεκκίνηση των σχέσεων των δύο χωρών «χωρίς απειλές και τσαμπουκάδες».
Λίγες ώρες πριν από τη συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο πρόεδρος της Τουρκίας δήλωσε ότι η Άγκυρα θα προστατεύσει τα νόμιμα δικαιώματα και τα συμφέροντα των Τούρκων και των Τουρκοκυπρίων στην ανατολική Μεσόγειο, προσθέτοντας όμως ότι είναι «ανοιχτός» σε προτάσεις επωφελείς για όλους.
Στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ο Ερντογάν είπε ότι παρά τη μακρά διαπραγμάτευση, το Κυπριακό δεν έχει επιλυθεί λόγω της αδιάλλακτης και άδικης στάσης των Ελληνοκυπρίων. «Είναι καθαρό πως αυτοί που διεκδικούν να λύσουν το κυπριακό πρόβλημα, υπό τον όρο των μηδενικών εγγυήσεων ασφάλειας, έχουν κακές προθέσεις», πρόσθεσε ο Τούρκος πρόεδρος, επισημαίνοντας ότι «η Τουρκία θα συνεχίσει τις προσπάθειες μέχρις ότου βρεθεί λύση η οποία θα εγγυάται την ασφάλεια και την διατήρηση των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων».
Ο Ερντογάν αναφέρθηκε και στα ενεργειακά, λέγοντας ότι οι ενεργειακοί πόροι στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελούν σημαντική ευκαιρία για συνεργασία, αν όλοι υιοθετήσουν μία προσέγγιση «win-win». «Αλλά ατυχώς», συνέχισε, «ορισμένες χώρες της περιοχής προβαίνουν σε μονομερή βήματα, επιχειρώντας να σύρουν το ενεργειακό ζήτημα σε πεδίο σύγκρουσης».